- αθορύβητος
- -η, -ο (Α ἀθορύβητος, -ον) [θορυβῶ]αυτός που δεν θορυβείται, γαλήνιος, ατάραχοςνεοελλ.ο αθόρυβοςαρχ.(το ουδ. στον υπερθ. ως ουσ.) τὸ ἀθορυβητότατον, πνευματική αταραξία, ηρεμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀθορύβητος — undisturbed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθορύβητος — η, ο ατάραχος: Όλοι είχαν ταραχτεί, αυτός όμως έμενε αθορύβητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθορυβητότατον — ἀθορύβητος undisturbed masc acc superl sg ἀθορύβητος undisturbed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθορύβητον — ἀθορύβητος undisturbed masc/fem acc sg ἀθορύβητος undisturbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)